- επακτρις
- ἐπακτρίς-ίδος ἥ эпактрида (род рыбачьего или пиратского челна) Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επακτρίς — ἐπακτρίς, η (Α) ελαφρό πλοιάριο, βάρκα («σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγ (τού άγω) + επίθημα τρις] … Dictionary of Greek
ἐπακτρίς — light vessel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδα — ἐπακτρίς light vessel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδας — ἐπακτρίς light vessel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδες — ἐπακτρίς light vessel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδι — ἐπακτρίς light vessel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδος — ἐπακτρίς light vessel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδων — ἐπακτρίς light vessel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσι — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσιν — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπακτρον — ἔπακτρον, το (Α) επακτρίς* … Dictionary of Greek